φτωχοκομείο

φτωχοκομείο
το, Ν
πτωχοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχοκομείο με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -π- σε διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτωχός: φτωχός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φτωχοκομείο — το φιλανθρωπικό ίδρυμα, άσυλο φτωχών (ιδίως γερόντων) που είναι ανίκανοι για εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαηλίδης, Βασίλης — (Λευκόνοικο Κύπρου 1849/50 – Λεμεσός 1917). Ποιητής. Θεωρείται η σημαντικότερη πνευματική μορφή της Κύπρου κατά τον 19o αι. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο του χωριού του, ασχολήθηκε με τη γεωργία. Διορίστηκε έπειτα οικονόμος στη Μητρόπολη …   Dictionary of Greek

  • πτωχοκομείο — πτωχοκομείο, το και φτωχοκομείο, το άσυλο, ίδρυμα για φτωχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”